- ολκαία
- ὁλκαία, ιων. τ. ὁλκαίη, ἡ (Α)βλ. ολκαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλκαίαις — ὁλκαία fem dat pl ὁλκαῖος drawn along fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίη — ὁλκαία fem nom/voc sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίην — ὁλκαία fem acc sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίης — ὁλκαία fem gen sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίῃ — ὁλκαία fem dat sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek